προπηλακιστικός

προπηλακιστικός
-ή, -ό / προπηλακιστικός, -ή, -όν, ΝΑ [προπηλακιστής]
(για πρόσ.) αυτός που είναι επιρρεπής σε προπηλακισμούς, που συνηθίζει να προπηλακίζει
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον προπηλακιστή, υβριστικός, εξευτελιστικός
2. (για πράγμ.) αυτός που γίνεται ή λέγεται με σκοπό να προσβάλει, να εξευτελίσει, να χλευάσει κάποιον.
επίρρ...
προπηλακιστικώς / προπηλακιστικῶς ΝΑ
με προπηλακιστικό τρόπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • προπηλακιστικός — ή, ό αυτός που γίνεται για προπηλακισμό, ο υβριστικός, ο εξευτελιστικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προπηλακιστικῶς — προπηλακιστικός contumelious adverbial προπηλακιστικῶς indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”